- εχεφρονώ
- (ΑΜ ἐχεφρονῶ, -έω) [εχέφρων]είμαι εχέφρων, συνετός, σώφρων, σκέφτομαι λογικά, ορθοφρονώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… … Dictionary of Greek